- απαιδαγώγητος
- -η, -οαμόρφωτος, ανάγωγος: Φαινόταν πως το παιδί είχε μεγαλώσει απαιδαγώγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπαιδαγώγητος — without teacher masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδαγώγητος — η, ο (Α ἀπαιδαγώγητος, ον) αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος αρχ. 1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο 2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀπαιδαγωγήτως — ἀπαιδαγώγητος without teacher adverbial ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητον — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc sg ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτους — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγωγήτων — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητα — ἀπαιδαγώγητος without teacher neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδαγώγητοι — ἀπαιδαγώγητος without teacher masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)